- δωδεκάπαλαι
- δωδεκάπαλαι επίρρ. (Α)δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάπαλαι — twelve times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάπαλαι — επίρρ. (Α) πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι] … Dictionary of Greek